προσκύνημα

προσκύνημα
το, ΝΜΑ [προσκυνῶ]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσκυνώ, η εκδήλωση λατρευτικού σεβασμού και η απόδοση τιμής, ιδίως προς το θείο
2. το ταξίδι τού προσκυνητή («ετοιμάζεται για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους»)
νεοελλ.
1. τόπος στον οποίο μεταβαίνουν οι πιστοί για απόδοση θρησκευτικής λατρείας («το σημαντικότερο προσκύνημα τών χριστιανών είναι η Ιερουσαλήμ»)
2. ναός, ιερό
3. η υποταγή υποτελούς προς τον κυρίαρχο, τον δεσπότη και, ιδίως κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας, η υποταγή στον σουλτάνο ή στον μωαμεθανισμό λόγω τών συνεχών πιέσεων και διωγμών
νεοελλ.-μσν.
1. η απόδοση τιμών, κυρίως με πομπή λαού, στη σορό επιφανούς νεκρού («η σορός τού δημάρχου εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα»)
2. στον πληθ. τα προσκυνήματα
χαιρετισμοί που δίνονται με σεβασμό («τα προσκυνήματά μου στους γονείς σου»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσκύνημα — act of worship neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκύνημα — το, ατος 1. εκδήλωση λατρείας και θρησκευτικού σεβασμού, αλλ. προσκύνηση, η: Προσκύνημα στον τάφο του μεγάλου ευεργέτη. 2. τόπος ιερός που επισκέπτονται οι πιστοί: Το προσκύνημα των μωαμεθανών είναι η Μέκκα. 3. υποταγή υποτελούς σε κυρίαρχο: Οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσκυνήμασιν — προσκύνημα act of worship neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνήματα — προσκύνημα act of worship neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνήματι — προσκύνημα act of worship neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • Μωάμεθ — (αραβ. Μουχάματ, Μέκκα περ. 570 – Μεδίνα 632). Προφήτης και ιδρυτής του Ισλαμισμού. Για τη ζωή του Μ. η μόνη ασφαλής πηγή είναι το Κοράνιο, το οποίο όμως περιέχει ελάχιστο βιογραφικό υλικό. Ακολουθεί η Σίρα ή «Υποδειγματική ζωή» του προφήτη, που… …   Dictionary of Greek

  • αποδημία — H μετανάστευση· η μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο. (Θρησκ.) Α. ονομάζεται στη θρησκευτική ορολογία η ομαδική μετάβαση των πιστών για προσκύνημα σε τόπους που θεωρούνται ιεροί. Γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποτελεί κοινό έθιμο σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”